- σκολόπακας
- ο / σκολόπαξ, -ακος, ΝΑτο πουλί μπεκάτσα («ὁ μὲν κόρυδος καὶ ὁ σκολόπαξ καὶ ὄρτυξ ἐπὶ δένδρων οὐ καθίζουσιν, ἀλλ' ἐπὶ τῆς γῆς», Αριστοτ.)νεοελλ.στον πληθ. οι σκολόπακεςζωολ. γενική ονομασία παρυδάτιων χαραδριόμορφων πτηνών τής οικογένειας σκολοπακίδες, που χαρακτηρίζονται από μακριά πόδια και μυτερές κυρτωμένες φτερούγες και τών οποίων κυριότεροι εκπρόσωποι είναι η μπεκάτσα, τα μπεκατσίνια, οι σκαλίδρες, η τουρλίδα, οι τρύγγες κ.ά.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί πιθανότατα από τον τ. σκόλοψ*, -οπος «επίμηκες σώμα με οξύ άκρο» (λόγω τού σχήματος τού ράμφους τής μπεκάτσας) με επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. σπάλ-αξ, δέλφ-αξ), βλ. και λ. ἀσκαλώπας].
Dictionary of Greek. 2013.